- κινητοί
- κινητόςmovingmasc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γερανός — I (Ζωολ.). Γένος μακροτάρσων πτηνών της οικογένειας των γερανιδών. Στην Ευρώπη είναι γνωστός ο γ. ο τεφρός με ύψος περίπου 1,50 μ. και άνοιγμα πτερύγων περίπου 2,50 μ. Το σώμα του στηρίζεται σε δύο μακριά και λεπτά πόδια, που καταλήγουν σε… … Dictionary of Greek
ПОДВИГ — 1. В историческом развитии словаря русского литературного языка происходили сложные процессы взаимодействия, сцепления и переплетения народных восточнославянских слов и выражений с древнеславянскими (южнославянскими) или церковнославянскими. Вот… … История слов
δακτύλιος — Το δακτυλίδι (βλ. λ.)· οτιδήποτε έχει το σχήμα δακτυλιδιού. Υπό μία πιο μεταφορική σημασία, δ. ονομάζεται και μία περιμετρική ζώνη, όπως για παράδειγμα ο αποκαλούμενος δ. της Αθήνας, δηλαδή η ζώνη επιτρεπόμενης κυκλοφορίας των οχημάτων στο κέντρο … Dictionary of Greek
καταπέλτης — Αρχαία πολεμική μηχανή, με την οποία εκτόξευαν λίθους και πυρακτωμένες ή εύφλεκτες ύλες σε απόσταση μερικών εκατοντάδων μέτρων. Συνήθως περιλάμβανε ένα είδος μεγάλης κουτάλας, όπου τοποθετούσαν το υλικό που προοριζόταν για εκτόξευση. Η κουτάλα… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
μεσόστυλο — το (ΑM μεσόστυλον, Α και μεσοστύλιον) το διάστημα που μεσολαβεί μεταξύ δύο στύλων μσν. στον πληθ. τὰ μεσόστυλα τα παραπήγματα που βρίσκονται μεταξύ τών στύλων ή κινητοί οικίσκοι αρχ. στον πληθ. (κατά τον Ησύχ.) «μεσόδμαι, μεσόστυλα»· [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
δεκάποδα — Τάξη καρκινοειδών μαλακοστράκων. Τα δ., στα οποία περιλαμβάνονται τα πιο μεγάλα καρκινοειδή (π.χ. ο ιαπωνικός καρκίνος, του οποίου το άνοιγμα των βαδιστικών ποδιών μπορεί να φτάσει έως 3 μ.), έχουν πέντε ζεύγη βαδιστικών ποδιών και, μπροστά από… … Dictionary of Greek
λέβητας ή καζάνι — Συσκευή για θέρμανση υγρών ή παραγωγή ατμών· συνήθως, θερμαινόμενο υλικό είναι το νερό (υδρολέβητες) ή παράγονται υδρατμοί (ατμολέβητες). Η απαιτούμενη θερμότητα προέρχεται κυρίως από καύση (άνθρακα, πετρελαίου, αερίων) ή από μετατροπή ηλεκτρικής … Dictionary of Greek
μαλακτήρες — Στην οικοδομική, είναι μηχανήματα που προορίζονται να αναδεύουν στις κατάλληλες δόσεις συγκολλητικά υλικά με ουδέτερα κοκκώδη υλικά (άμμος, χαλίκι, χοντρό χαλίκι) και νερό, για την παρασκευή μάλτας και σκυροδέματος. Οι μ., είτε σταθεροί είτε… … Dictionary of Greek